Του Γιώργου Χειμωνά δεν του ξεφεύγει εύκολα κανείς. Υπαγορεύει τους
όρους του όταν τον διαβάζεις. Κι ακόμα περισσότερο, όταν προσπαθείς
να μιλήσεις γι’ αυτόν. Γιατί ο Χειμωνάς είναι τα κείμενά του –και τα
είναι μ’ έναν τρόπο απόλυτο. Και μοναδικό.
Γι’ αυτό με κάνει να μιλώ για «όρους» –και να εννοώ μόνο ένα
πράγμα κατά βάθος: ότι τα κείμενά του επιβάλλονται, μεμιάς, ακόμη και
στους πιο ανόμοιους αναγνώστες, σαν κάτι αβάσταχτα συγγενικό,
αβάσταχτα όμαιμο. Κάτι που το αγαπάς πολύ, μα δεν αντέχεις να το
ακουμπήσεις –ούτε ξέρεις πώς.
*

Κάπως έτσι ένιωθα τώρα που ξαναδιάβαζα όλα μαζί τα πεζογραφήματά
του, σ’ αυτόν τον θαυμάσιο τόμο. Και βέβαια, τέλειωσα την ανάγνωση
χωρίς να ξέρω τι να κάνω.
Μόνο μια απόφαση είχα πάρει: να βρω μια λεπτομέρεια να
κρατηθώ, και να μην πάω παρακάτω. Ήταν παρήγορο και μου φαινόταν
αρκετό.
Άφησα απ’ έξω τα τεράστια μεγέθη: τον θάνατο, τον φόνο, το
σκοτάδι των αγγέλων. Δοκίμασα άλλα, που τα νόμιζα μικρότερα και
ασφαλή. Όμως, ό,τι κι αν έπιανα, μεγάλωνε άξαφνα και άπλωνε. Μου
άφηνε χώρο, το πολύ, για μια σημείωση στο περιθώριο. Τις περισσότερες
φορές, μόλις για ένα επιφώνημα.
*

Βούτηξα στις δικές μου εμμονές για να ξεφύγω. Πιανόμουν από λέξεις
και ξαναθυμόμουν ιστορίες. Ούτε δικές του ούτε δικές μου. Ξένες ήταν,
από εκείνες που αγαπώ πολύ.
Όλες οι ιστορίες που δοκίμαζα, τέλειωναν στην αρχή ή λίγο πριν
απ’ την αρχή. Κι ωστόσο, μου εξασφάλιζαν μια κίνηση. Ή την
ψευδαίσθηση μιας διαδρομής.

2
Θα ’θελα να σας πω γι’ αυτή τη διαδρομή. Κράτησε έξι-εφτά
ιστορίες, που έμειναν στην αρχή ή πριν απ’ την αρχή. Όπως αρχίζουν,
ξαναρχίζουν, αλλά δεν τελειώνουν ποτέ οι ιστορίες που είναι για το
δρόμο.

*

Είχα σταθεί λοιπόν και τριγυρνούσα γύρω γύρω στον Γιατρό Ινεότη.
Λογάριαζα αρρώστιες, πόνους, χαλασμένα σώματα.
Τον Ινεότη δεν τον πίστεψα ποτέ γιατρό. Πιο πολύ άγγελο τον
ήθελα. Όμως ο Χειμωνάς ήταν γιατρός. Ένας που έλεγε ότι χρωστούσε
πολλά στην Ιατρική, και «σχεδόν τίποτα» στην Ψυχιατρική.
Μ’ άρεσε αυτό. Δεν ήξερα γιατί, ώσπου—
Ήρθε και με ξάφνιασε μια εικόνα. Ούτε του Χειμωνά ούτε δική
μου. Ξένη εικόνα: Η Ανατομία, με σάρκα και οστά. Σ’ ένα παμπάλαιο
εγχειρίδιο. Ένθρονη. Μια αρχαία κυρία. Με τα μαλλάκια της πιασμένα σ’
έναν αρχαίο κότσο.
Ήταν αδιάφορη η μορφή της. Όμως τα εμβλήματά της. Σ’ εκείνα
είχα καρφωθεί: Ένα μαχαίρι. Ένας καθρέφτης.
Ήθελα μια ιστορία με τα κλεμμένα της εμβλήματα. Τα πήρα, τα
δοκίμασα και ταίριαζαν.

*

Την πρώτη ιστορία θα την έλεγα: «Μαχαίρι και καθρέφτης».
Θα ’παιρνα όρκο πως τα είδα και τα δυο ολοκάθαρα μέσα στα
κείμενα του Χειμωνά:
Το οπλισμένο χέρι, που βουτάει βαθιά, ξεσκίζει και ανασύρει.
Κι όλο το μακελειό, μια εικόνα. Καθρεφτισμένη σ’ ένα ωραίο
γυαλί, που καθρεφτίζοντας τ’ αναποδογυρίζει όλα. Σ’ ένα γυαλί,
που μέσα του όλα γίνονται σαν Άλλα.
Μόνο «σαν». Γιατί ο Χειμωνάς μ’ είχε προφτάσει:
Σας μοίρασα ό,τι πιο ζωντανό και ό,τι πιο βασανισμένο είχα
–έτσι δεν έλεγε;

*

3
Τρόμαξα λίγο απ’ αυτή τη σύμπτωση που μου υποσχόταν ένα βήμα
παραμέσα. Η ιστορία, εννοείται, έμεινε εκεί. Μετατοπίστηκα σε κάτι
πιο ασφαλές, όχι πολύ μακριά.
Σκέφτηκα την ανατομία και τους τεχνίτες άλλων εποχών. Όλοι οι
παμπάλαιοι αγαπημένοι μου είχαν συναλλαγές με τους νεκρούς. Ποιος
νόμιμες και ποιος παράνομες.
Έγραψα, «Τα ικριώματα». Θα ’ταν η δεύτερη ιστορία.
Οι εποχές όπου τα σώματα ήταν δυσεύρετα και απαγορευμένα. Τα
τρίστρατα έξω απ’ τα τείχη. Τα ικριώματα και τα κλουβιά. Τι
έκλεβε από κει τις νύχτες ποιος. Πόσα ανθρώπινα κομμάτια που
ήταν να ξαναχτιστούν. Κάποια, ακόμη με τις αλυσίδες.
Και οι νόμιμοι; Εκείνοι είχαν δοσοληψίες με νοσοκομεία. Ο
Μιχαηλάγγελος κι η Σίβυλλα. Ο Λεονάρντο στο εργαστήρι του.
Νύχτες ολόκληρες διαμελίζοντας.
Δεν μου αρκούσαν όλ’ αυτά. Η φρίκη των διηγήσεων του Χειμωνά είχε
άλλο μεγαλείο.
Λοιπόν, αν ήταν κάποτε να ξαναπώ αυτή την ιστορία, θα ’πρεπε να
την πιάσω αλλιώς. Και πάντως θα της άλλαζα τον τίτλο. Θα κρατούσα
την πρώτη φράση του Λεονάρντο, από τη σπαραγμένη του Ανατομία:
«Θέλω να κάνω θαύματα!»

*

Έφευγα και σκεφτόμουν τα αυτονόητα: Μια τέχνη που γεννιέται από
Μέσα. Η αγωνία του διαμελισμού πίσω απ’ τη σύνθεση. Κι ένας
πολιτισμός πέρα για πέρα «ανατομικός». Έτσι τον είπαν τον πολιτισμό
της Αναγέννησης.
Ήρθε αυτή η λέξη, Αναγέννηση. Κι εκεί που πίστευα πως είμαι
αλλού, βρέθηκα να ξαναβουτώ στα κείμενα του Χειμωνά με το κεφάλι.
Δεν ήταν εύκολο να του ξεφύγω. Ούτε το ’θελα.
Φύσηξαν και με πήραν όλες οι Αναγεννήσεις του. Η Τελευταία. Η
Αναίτια. Η Δύσθυμη. Η Απροσδόκητη, που πνέει «πάνω απ’ τις
σφαγές». Με πήγαν πίσω στο μαχαίρι πριν το καταλάβω, κι απ’ το
μαχαίρι σε μιαν άλλη εικόνα. Επικίνδυνη.
Εκείνη την εικόνα, που ήταν και η τρίτη ιστορία, την είπα: «Το
κουρέλι».
Άλλο ένα εγχειρίδιο. Παλιό κι αυτό. Ο Ανατόμος και το Σώμα
έχουν γίνει ένα. Ένας άνθρωπος περήφανος και μόνος. Δράστης
και θύμα. Οπλισμένος με μαχαίρι. Στέκει γυμνός. Γδαρμένος.

4
Στο άλλο χέρι του υψώνει επιδεικτικά ένα κουρέλι, το άδειο δέρμα
του. Στο βάθος η ζωή και η ανάμνηση του κόσμου, ένα κουρέλι
από τοπίο.
Μέσ’ απ’ αυτή την ξένη εικόνα ήταν σαν να ’βλεπα μιαν άλλη.
Έναν Νεκρό Αδερφό. Τον είχα βρει να ταξιδεύει στον Εχθρό του
Ποιητή. Σε δρόμους και σε τρένα, λιώνοντας μες στα νεκρικά του
ρούχα. Ούτε άλογο, ούτε σύννεφο.
Να ’ταν μια άλλη εκδοχή του εκείνος ο γδαρμένος άνθρωπος;
Το ήθελα πολύ να είναι έτσι, αλλά το φοβήθηκα. Δεν μπόρεσα να
συνεχίσω.

*

Ούτε θα πρόφταινα. Κάπου εκεί άρχιζε η τέταρτη ιστορία: «Η Αλήθεια
του Αίματος», όπως την είπα βιαστικά.
Ο Χειμωνάς μέσα σ’ έναν δικό του «ανατομικό πολιτισμό».
Μοναδικός του ένοικος.
Σ’ αυτό το «μάθημα ανατομίας» που είδα –ή που φαντάστηκα πως
βλέπω—στα γραφτά του, απ’ άκρη σ’ άκρη, ο Χειμωνάς ήταν ο
Μέγας Ανατόμος και το Σώμα.
Ό,τι πιο ζωντανό και ό,τι πιο βασανισμένο είχε.
Δεν ήθελα να μείνω άλλο εδώ. Πιάστηκα από δύο λέξεις κι έφυγα.
Μάθημα Ανατομίας έλεγε η επόμενη ιστορία, η πέμπτη.

*

Δοκίμασα έναν άλλο «ανατομικό πολιτισμό».
Στο Λέιντεν, στο Άμστερνταμ. Τον δέκατο έβδομο αιώνα. Πώς
έτρεχαν τα πλήθη στα αμφιθέατρα για να χαζέψουν τους μεγάλους
ανατόμους και τα σώματα. Με μουσικές και αναψυκτικά.
Σκέφτηκα τα αμφιθέατρα, κι αμέσως χρειάστηκα έναν άλλο χώρο.
Πιο κλειστό. Σαν τις «ανατομίες» του Ρέμπραντ; Γιατί όχι. Τον
κάθε του ανατόμο και τους εκλεκτούς γύρω απ’ το ανατομικό
τραπέζι, τους ξέρουμε ακόμη. Με τα ονόματά τους.

5

Όμως, τα σώματα. Είναι κι αυτά γνωστά. Στη μια εικόνα, ο
Φοντέυν. Σαν αποκαθήλωση. Καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία.
Στην άλλη, ο Αντριάενζοον που έκλεψε ένα πανωφόρι. Το 1632
εκτελέστηκε. 31 Ιανουαρίου.
Με τάραζε η επωνυμία των σωμάτων και την ιστορία την άφησα εκεί.
Πήρα μονάχα μια χρονολογία, πέρασα στην έκτη: «Τα Πάθη της Ψυχής».

*

Εκείνο τον Iανουάριο του ’32 είναι και ο Καρτέσιος στο
Άμστερνταμ. Μένει στην Κάλφερστραατ, τη γειτονιά με τα
χασάπικα. Γράφει και ψάχνει και παλεύει ν’ αποδείξει κάτι.
Απ’ τους χασάπηδες της γειτονιάς του αγοράζει κάθε τόσο τα
υλικά. Πότε ολόκληρα σφαχτά, πότε κεφάλια. Κλείνεται σπίτι του
και ανατέμνει. Ψάχνει έναν άπιαστο αδένα του εγκεφάλου, το
κωνάριον. Ξέρει πως είναι η έδρα της ψυχής. Δεν έχει την
παραμικρή αμφιβολία. Κι όμως παλεύει με χασάπικα και με
σφαχτά. Άλλοτε πάλι παρακολουθεί νεκροτομές, ρωτά τους
ειδικούς. Τον βεβαιώνουν: το κωνάριον δεν το ’χουν δει ποτέ.
Χάνεται πρώτο με το που αρχίζει η αποσύνθεση. Είναι «βασιλικό»
κομμάτι του ανθρώπου.
Χρόνια αργότερα, ο Καρτέσιος θα γράψει για το άπιαστο κωνάριον
Τα Πάθη της Ψυχής. Να ’χε προλάβει ώς τότε να το δει; Δεν ξέρω.

*

Η ιστορία αυτή με συγκινεί. Όσο ποτέ ο μακρινός Καρτέσιος. Με
συγκινεί γιατί, πέρα απ’ τα αίματα και τα σφαχτά, υπάρχει κάποιο
φάντασμα. Κι ένας απελπισμένος που το κυνηγάει.

*

Εδώ σταμάτησα και ξαναγύρισα στον Χειμωνά –όχι πως είχα
απομακρυνθεί ποτέ, αλλά ξαναγύρισα. Ήθελα κάτι να πιαστώ. Μια
φράση. Βρήκα δύο:

Ψυχή είναι μίμησις σπουδαίου σώματος,

έλεγε η μία. Και η άλλη:

6

Ψυχή είναι ένα ακατάπαυστο σώμα που δεν καταλήγει.
Ίσως ο Χειμωνάς ήξερε από την αρχή. Όσα φαντάσματα κι αν
κυνηγούσε.

*

Χρειαζόμουν όμως και μια έβδομη ιστορία. Μια ιστορία που θα έβαζε τα
πράγματα στη θέση τους. Που θα ’λεγε πως άλλο ο Καρτέσιος, τυχαία
βρέθηκε στη μέση.
Η ιστορία άρχισε με τον Χειμωνά, και τέλειωσε:
Φυσικά, δεν κάνω φιλοσοφία […] είχε πει.
Στερεώνω, απλά, την ανθρώπινη φαντασίωση.
Το ήξερα. Αυτό ακριβώς είχε κάνει και σ’ εμένα.
Και δεν χρειάστηκε να πάω παρακάτω.
*

Πρέπει τώρα να πω αυτό που ανέβαλλα κάθε που πήγαινα να αρχίσω.
Λοιπόν, ο Χειμωνάς.
Βρέθηκε ολομόναχος στον χαλασμό μιας Αναγέννησης που
ερχόταν σαν Δευτέρα Παρουσία.
Του δόθηκε να μιλήσει με τη χάρη των μεγάλων μύθων. Και το
’κανε με τον πιο δύσκολο, με τον πιο σπαραχτικό τρόπο. Διαμελίζοντας
τον εαυτό του.
Ο Χειμωνάς ήταν το οπλισμένο χέρι που μπήγεται βαθιά και
ανασύρει: Αίματα και κοιτάσματα πανάρχαια, πάθη και αίματα ιστορικά,
τεράστιους ματωμένους μύθους, μνήμες λαών, ανθρώπων, τόπων,
φθόγγων, μια γλώσσα ακριβή, που έρχεται από μακριά, ονόματα και
λέξεις που ραγίζουν απ’ τη βία και την απόσταση.
Γι’ αυτό χρειαζόταν ο καθρέφτης. Για να ησυχάζει. Αλλιώς, τα
κείμενά του θα ’ταν γοερά. Στον πάτο του καθρέφτη οι κρότοι
κατακάθονται και οι εικόνες ανεβαίνουν εξευγενισμένες. Με σπάνια
ομορφιά, με εξαίσια φρίκη.
Τον Χειμωνά, όσα κι αν είπα, δεν δοκίμασα να τον χωρέσω σε
ιστορίες που πρέπει να τις ήξερε και που μπορεί και να του ήταν ξένες.
Αυτές τις πήρα για να σημαδέψω τη δική μου διαδρομή. Μιαν από τις
αμέτρητες, που βρέθηκε εντελώς τυχαία.

7
Όχι πως μ’ έβγαλε εκεί που νόμιζα. Απόδειξη, πως έψαχνα να βρω
μια λεπτομέρεια, κι έφτασα να μιλώ για τα μεγάλα –ή τα πολύ μεγάλα.
Ήταν οι «όροι» που έλεγα. Πώς να ξεφύγω.
Προτίμησα, στα όσα είπα, την ασφάλεια πραγματικών εικόνων και
ιστοριών. Κι αν κάτι έχω παραλλάξει, κάτι λίγο, θα ’ταν από την αγωνία
μου να μη με φέρει αλλού, να μην αγγίξω παραμέσα την εκθαμβωτική
ζωοτομία που είναι αυτά τα κείμενα.
*
Μένει να εξηγήσω κάτι ακόμα:
Ο Χειμωνάς-γιατρός, που πήγα να τον φανταστώ για μια στιγμή,
χάθηκε μόλις τον όπλισα με τα κλεμμένα εμβλήματα.
Για μένα, όσο ιαματικός κι αν ήταν, για όσους πολλούς, θα είναι
πάντα εκείνος που του δόθηκε να πει μια ιστορία συνταρακτική. Και
που την είπε ακαριαία. Με την αλήθεια του αίματος. Που μίλησε για τα
πάθη της δικής μας ψυχής μ’ έναν τρόπο τρομερό και πολύτιμο. Τον
τρόπο του μαχαιριού και του καθρέφτη.

Τζένη Μαστοράκη
Απρίλιος 2005

το κείμενο αυτό διαβάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη στην παρουσίαση
της συγκεντρωτικής έκδοσης του Χειμωνά από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ το 2005

μικρό βιογραφικό

Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ένα ποίημά της που περιλήφθηκε στην “Αντι-ανθολογία” του Δημήτρη Ιατρόπουλου, το 1971. Την επόμενη χρονιά τα ποιήματά της κίνησαν το ενδιαφέρον του Γιάννη Ρίτσου και της Νανάς Καλλιανέση, και εκδόθηκε από τον “Κέδρο” το πρώτο της βιβλίο, “Διόδια”, με τίτλο που επέλεξε ο ποιητής. Έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα τέσσερα βιβλία ποίησης (“Διόδια”, 1972, “Το σόι”, 1978, “Ιστορίες για τα βαθιά”, 1983 και “Μ’ ένα στεφάνι φως”, 1989), με το τελευταίο βιβλίο της, εμπνευσμένο από το έργο του Δ. Σολωμού, να έχει συγκεντρώσει την καθολική, σχεδόν, αποδοχή κριτικής και κοινού και να έχει επαινεθεί, μεταξύ άλλων, για την αριστοτεχνική χρήση της ελληνικής γλώσσας (Γ. Π. Σαββίδης) και της μυθοποιητικής παράδοσης (Δ. Μαρωνίτης). Τα ποιήματά της μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες και δημοσιεύθηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά. Η διευθύντρια του προγράμματος ελληνικών σπουδών στο Columbia University της Νέας Υόρκης, Karen Van Dyck, αφιερώνει στη Τζένη Μαστοράκη ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της “Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές” (1998), θεωρώντας την “μία από τις κορυφαίες ποιήτριες και μεταφράστριες της Ελλάδας”. Δεινή μεταφράστρια, η Τζένη Μαστοράκη έχει μεταφράσει συγγραφείς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Τζέι-Ντι Σάλιντζερ, Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέττι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλαιρ, Λιούις Κάρολ, Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέην, Μιγέλ δε Θερβάντες, Χάουαρντ Μπάρκερ, Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ, κι ακόμη τον “Πετροτσουλούφη” του Χάινριχ Χόφμαν και παραμύθια των Αδελφών Γκριμ. Το 1989 τιμήθηκε με το Thornton Niven Wilder Prize του Columbia University (Translation Center) για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου και το 1992 με το ειδικό βραβείο του ΙΒΒΥ (International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου “Ο ταξιδιώτης της αυγής”, του Σι-Ες Λιούις (εκδόσεις Kέδρος). Ποιήματά της στα ελληνικά και σε γαλλική μετάφραση, επιλεγμένα από την ίδια, περιλαμβάνονται στο ιστολόγιό της: http://mastorakilfh2007.blogspot.com.

Βραβεία:
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2020