ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΟΥ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΡΙΑ του PoetryAxion
ΑΣΗΜΙΝΑ ΧΑΣΑΝΔΡΑ

1.Ποια είναι η κινητήρια σκέψη για σκληρή εργασία πάνω στο ποιητικό σας «φαινόμενο»;

Η απάντηση είναι απλή: δεν ξέρω! Χρόνια ενασχόλησης με το θέμα, ακόμη και επιστημονικοφανούς προσέγγισης του εαυτού, ή μελέτη άλλων περιπτώσεων, που νόμιζαν ότι ήξεραν, δεν με διαφώτισαν, δεν με οδήγησαν κάπου.

2.Εάν θέλατε ένα συναίσθημα – έμπνευση να βρείτε στο νησί των χαμένων ποιητών και ομιλώ για την Αγγλία, όπου εργαστήκατε στην Ιατρική, ποιο θα ήταν αυτό, στο οποίο στηρίζετε την ποιητική σας φόρμα;

Νομίζω, το αποτέλεσμα της Αγγλίας ήταν διπλό. Πρώτα ήταν, φυσικά, η απόσταση από τα εδώ πράγματα. Η υστερική υπερβολή γύρω από το προϊόν και γύρω από την συμπεριφορά του δημιουργού δεν υπήρχε. Οι καταναλωτές δεν περίμεναν τους ποιητές ή τους εμπόρους τους να τους πουν και να τους γράψουν στις εφημερίδες τους ότι κάτι είναι σπουδαίο· αποφάσιζαν. Και, πιστέψτε με, όσο πιο ακραίος ο ισχυρισμός, τόσο συντομότερη η απόφαση.
Κι έτσι, στο δεύτερο σημείο, οι δημιουργοί δεν ήταν ντε και καλά στο κέντρο, αλλά μάλλον διαλύονταν στην μάζα κι από κει έριχναν μποτίλιες στο πέλαγο, με άλλοτε άλλη επιτυχία. Ναι, θα έβρισκες αυτούς που με την επιτυχία θα κινούνταν πιά σε χώρους, τουλάχιστον, πιο αρτιστίκ, αλλά ήταν οι λιγότεροι. Οι πιο πολλοί έμεναν στον χώρο τους, εκόντες και άκοντες.
Σκέφτομαι τα δύο μεγάλα ονόματα ποιητών την εποχή που ήμουνα εκεί. Από την μια ο Τζέφρι Χίλ, άρχοντας μεγάλος της πλατιάς κυκλοφορίας, διάδοχος τότε των Έλιοτ, Όντεν κ.λ.π., και δύναμη του, ούτως ειπείν, κλασσικού μοντερνισμού, δίδασκε και ζούσε σε ένα περιφερειακό καθολικό κολλέγιο μέσης εκπαίδευσης, σε κάποια επαρχιακή μικρή πόλη, στην πολιτεία της Μασαχουσέτης, στις Η.Π.Α. Από την άλλη, ο Τζ.Χ. Πριν, σημαντική πανευρωπαϊκή φυσιογνωμία για τον πειραματισμό και την θεωρητική του κάλυψη – εξέλιξη, δέκτης πολλών εκδηλώσεων αναγνώρισης από τους άλλους που τον έβλεπαν πάνω στο βάθρο του, δίδασκε μεν στο Κέιμπριτζ τότε, αλλά καθηγητής δεν ήταν, βρισκόταν σε ένα μικρό κολλέγιο, και η δουλειά του δεν είχε να κάνει με μοντερνισμό ή πρωτοπορία. Τον Τεντ Χιούζ φωτογράφιζαν να ψαρεύει, ολόβρεχτο μα ευτυχή, κάπου στον νότο όπου, ηλικιωμένος πια, έμενε. Και το πάλαι ποτέ τρομερό παιδί των χρόνων του ’60, ο Στιούαρτ Μοντγκόμερι, εκτός των ποιητικών κύκλων, διακρινόταν σαν γιατρός.
Έγραψα λοιπόν πολλά για να καταλήξω κάπου συγκεκριμένα στην ερώτησή σας. Το συναίσθημα – έμπνευση που μεταφέρω ίσως δεν έχει να κάνει με την πράξη την ίδια όσο με τα μετά την πράξη, ο ποιητής, δηλαδή, σαν μεταπράτης του εαυτού του. Επιδρά και αλλάζει εαυτόν. Ίσως, επίσης, σε μερικούς στον περίγυρό του. Καθόλου, όσον αφορά τον κόσμο at large. Κι άσε τους εν Αθήναις να χτυπιούνται για την σημασία τους.

3.Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;

Ότι όλο αυτό είναι άδοξο, ότι οι στίχοι μου «μαθαίνουν» κάτι μόνον σ’ εμένα. Αυτό, βέβαια, δεν το λες φόβο, είναι, μάλλον, αγωνία και άγνωστο. Οι φόβοι μου έχουν, συνήθως, να κάνουν με αντικειμενική δυσκολία να πάρω ανάσα ανάσκελα. Έρχονται σε εφιάλτες, κατευθείαν απότοκοι της αυτοάνοσης νόσου, που με ταλαιπωρεί εδώ και κάποια χρόνια.

4.Σας αρέσουν οι προκλήσεις – εκπλήξεις και πείτε μας ποιο παλαιό βιβλίο θα θέλατε να σας δωρίσουν;

Συνήθως, όταν προκαλώ, είναι ανεπίγνωστο. Οι εκπλήξεις, από την άλλη, είναι καλοδεχούμενες, μακάρι να τις πετυχαίνω-συναντάω στους δρόμους μου . Συνήθως, πριν τις μεταφέρω γράφοντας, τις υφίσταμαι πρώτος εγώ, και- εκπλήσσομαι, ασυνείδητα και ασύγγνωστα που γίνονται.
Συμβαίνει, το σπορ της παλαιοβιβλιοφιλίας, να το εξασκώ καιρό. Έτσι, με τα χρόνια, έχω βρει διάφορα βιβλία δυσεύρετα. Πάντα, βέβαια, υπάρχουν ελλείψεις. Για παράδειγμα, θα μου άρεσε πολύ αν κάποιος μου έκανε δώρο το βιβλίο «Ἐλεγεῖα καί Σάτιρες» του Καρυωτάκη. Ή, την «Στροφή» του Σεφέρη, στις πρώτες τους εκδόσεις! Και τα δύο βιβλία, θεμελιώδη της νεοελληνικής φιλολογίας, λείπουν από την συλλογή μου, όχι τα μόνα βέβαια.

5.Βρίσκετε την ποιητική σύνθεση «εύκολη υπόθεση» στον παγκόσμιο ιστό ως digital person;

Ευκολότερη, ναι, καθώς η διαχείριση χειρόγραφων, σημειώσεων κ.λ.π. γίνεται πιο απλή, ανάλογα με τον τρόπο που δουλεύει κανείς. Το να αναζητήσει κάποιος, και να βρει, πραγματολογικά στοιχεία που του χρειάζονται, είναι εφικτό και γρήγορο πια. Από την άλλη, η σύνθεση είναι σύνθεση, κανένα δίκτυο ή παγκόσμιος ιστός δεν περιμένεις να συνδυάσει ή να δημιουργήσει περιεχόμενο για σένα. Βέβαια, ελλοχεύει και το άλλο. Κάποιος βρίσκεται εκεί και σε κοινή θέα, έχοντας κάνει την ίδια ή παρόμοια δουλειά μ’ αυτήν που θέλεις κι εσύ να κάνεις. Ανάλογα με το πόσο γνωστός είναι ή προσβάσιμος, ο πειρασμός μπορεί να είμαι μεγάλος να παρουσιάσεις, στον ευρύτερο τόπο σου, τα δικά του σαν δικά σου, και χωρίς την απαραίτητη αναφορά. Οι νέες, λοιπόν, ευκολίες, όπως η ευκολότερη προσβασιμότητα στην πληροφορία, πρέπει να μας κάνουν πιο ηθικούς τους ίδιους και να βρισκόμαστε, ταυτόχρονα, σε εγρήγορση πάντα με τους άλλους. Έχοντας, βέβαια, γράψει τα παραπάνω, μια ερώτηση μένει: στον χώρο μας, υπάρχει παρθενογένεση;

6.Ποια μουσικά σύνολα σας συντροφεύουν όταν γράφετε;

Συνθέτες μάλλον, παρά σύνολα. Διάφοροι, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής ή της περιόδου. Άλλοτε είναι ο Ξενάκης κι άλλοτε πάλι ο Σκαλκώτας, άγριες μέρες, γεμάτες απολυτότητα και άρνηση οποιουδήποτε συμβιβασμού. Σιγά σιγά και με τα χρόνια προστέθηκαν κι άλλοι. Ο Στόκχάουζεν, ο Μαντέρνα, ο Λίγκετι, ο Νόνο, ο Μπέριο, ο Καστιλιόνι. Στην Αγγλία, όχι μόνο ο Μπρίτεν μα και ο Μπέρτουίσλ. Πιο πρόσφατα, η Γκουμπαϊντούλινα αλλά και η Νόιβιρτ. Σ’ αυτά ήταν πολύ καλό το Λονδίνο. Άκουγες το καινούργιο, απ’ όλο τον κόσμο, συχνά και με εύκολη πρόσβαση. Και όχι με υπέρογκο ψάξιμο. Μετά, ένα αμερικάνικο post-punk group, που αργότερα μετακόμισε κι έγινε πολύ γνωστό στις Βρυξέλλες, οι Tuxedomoon. Η αγριάδα παρέμενε αλλά μαλάκωνε κάπως, υπήρχε εξάλλου έντονο συναίσθημα στην φωνή του Στίβεν Μπράουν. Κι άλλοτε πάλι ένα μίγμα από πολλά είδη, επανερχόμουνα στον κόσμο. Τελευταία, αρκετό μπαρόκ, πέρα από τον Μπαχ και τον Βιβάλντι. Κοντολογίς, κανόνας δεν υπάρχει, μόνο διάθεση.

7.Πείτε μας με αναλυτική αναφορά για τα βιβλία σας, και αυτά που ήταν εκτός εμπορίου, τις μεταφράσεις σας και την εκδοτική δομή σας.

Το πρώτο μου βιβλίο, λίγους μήνες πριν φύγω από την Ελλάδα, το τύπωσα σε ένα(!) αντίτυπο και το έδωσα σε μία ερωτική εμμονή μου τότε. Φυσικά, δεν είχε καμία τύχη, μέσα μου το ήξερα, και το βιβλίο δεν αναφέρθηκε ή συζητήθηκε ποτέ. Εξάλλου, έκτοτε δεν επικοινωνήσαμε μάλλον ποτέ. Δεν ξέρω, κατά συνέπεια, αν αυτό το βιβλίο υπάρχει ακόμη καν. Αλλά, αυτό δεν ήταν το ζητούμενο; Να γίνει μέσα μας η ποίηση και αφού βγει από μέσα μας και πετάξει να μην ξέρουμε πού πήγε και πώς βρίσκεται και να μην μας νοιάζει. Εξυπακούεται πως το ποίημα αυτό, που λεγόταν «ἡ χρεία» δεν δημοσιεύτηκε ξανά, ούτε σε περιοδικό ή εργογραφία. Και ήταν βιβλίο κανονικό, με εξώφυλλο, περιεχόμενα, κολοφώνα, τυπωμένες σελίδες κλπ. όχι σαν κάτι προσεγμένα χειρόγραφα που δίνεις στην καλή ή τον καλό σου στην εφηβεία. Μόνο ISBN δεν θυμάμαι αν είχε.
Περιμένετε, τώρα, να σας μιλήσω ανάλογα και για τα επόμενα βιβλία μου; Ας προσπαθήσω πιο μαζεμένα. Τα τρία πρώτα βιβλία (το πρώτο εκτός εμπορίου αλλά μου έγινε δώρο, όπως και το τρίτο εξάλλου) αρχίζουν να εκδίδονται αφού έχω μετακομίσει στην Αγγλία. Αυτό σημαίνει και ότι (όχι απαραίτητα μη βολικά) δεν πολυσυζητούνται τότε και ασχολούνται αυτοί που ενδιαφέρονται. Έτσι κάπως συνέχισα, ακόμη και με γνωστό εκδότη μετά, και ύστερα από την επιστροφή μου στην Ελλάδα.
Μετά ένα κενό. Εν τω μεταξύ, έχω ανακαλύψει τυχαία, όντας στην Αγγλία, ανέκδοτα ποιήματα του Κάλας, γραμμένα κυρίως στην Γαλλία, ή καθ’ οδόν προς Αμερική, με τον πόλεμο να πλησιάζει το Παρίσι όπου ζούσε τότε. Δηλαδή, στην φουλ υπερρεαλιστική του περίοδο. Η σημασία του ευρήματος δεν νομίζω ότι έχει εκτιμηθεί στη Ελλάδα ακόμη, όπου ο Κάλας θεωρείται πρωτεργάτης του ελληνικού υπερρεαλισμού, χωρίς όμως, μέχρι τότε, με εξαίρεση ίσως το «Τετράδιο Δ», υπερρεαλιστικά κείμενα στο όνομά του. Καθώς φιλόλογος δεν είμαι, η παρουσίαση αυτοΓύ του υλικού έγινε σε συνεργασία με την φίλη μου Βασιλική Κολοκοτρώνη, καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας στην Γλασκώβη.
Οπότε, ήταν μάλλον φυσιολογικό, μετά απ’ τον Καλας, να αναλάβει τα ποιήματα το ύψιλον/βιβλία. Βλέπεις, δεν τον απώθησα ποιητικά όταν τα είδε τον εκδότη, τον Θανάση Χαρμάνη. Δεν του είχα δώσει βιβλία ή ποιήματα νωρίτερα, ντρεπόμουνα, έβγαζε πρωτότυπο Ελύτη τότε. Δυο κουβέντες γι’ αυτόν. Κοιτώντας πίσω, ήταν μάλλον ευτύχημα που δεν τον γνώρισα πρώτα εκδοτικά, αλλά κοινωνικά και φιλικά. Έτσι, όταν βρέθηκε στα χέρια μου ο Κάλας, του τον έδειξα για συμβουλή, πού να το πάω, γιατί δεν ήξερα τότε και κανέναν άλλον! Μου είπε αμέσως μόλις το είδε, ότι, αν δεν είχαμε αντίρρηση, θα το έβγαζε αυτός, να προχωρούσαμε, τόσα καταλάβαινα τότε, εξάλλου αποδείχτηκε ότι το θέμα τον ενδιέφερε τόσο, αν και δεν προσπάθησε, με κανέναν τρόπο, να παρέμβει στο περιεχόμενο. Ακούγαμε τότε διάφορα, για διάφορους εκδότες και, εκ των προτέρων μα άδικα, είχαμε φρίξει και φοβόμασταν. Δεν ήταν έτσι.
Ακολούθησαν πέντε βιβλία στο ύψιλον/βιβλία, το ένα διπλό, το τελευταίο το 2017. Έκτοτε, πέθανε ξαφνικά, και αγνοείται η τύχη μου, ψάχνω. Τα βιβλία παρακολουθούσαν την χρονική μου εξέλιξη, δεν είχαν θέμα. Παράλληλα, μετά από προσκλήσεις, υπήρξαν άλλα δυο βιβλία σε άλλους εκδότες, ένα συλλογικό (ας μην ξεχνάμε ότι ήσασταν κι εσείς εκεί μέσα) κι ένα ατομικό.

8.Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και το έργο τους;

Δύσκολη ερώτηση! Καθώς τα γούστα μου αλλάζουν με τον καιρό. Τέλος πάντων. Σαν έφηβος, προτιμούσα, πρέπει μάλλον να πω αγαπούσα, τον Σεφέρη κι έναν Ρώσο, τότε τρομερό παιδί, τον Βοζνεσένσκι. Που, μάλιστα, θεωρώ ότι «ελευθέρωσε» το γράψιμό μου πολύ. Θυμάμαι ακόμη καλά το μακρύ συνθετικό του ποίημα «Όζα» (αναγραμματισμός του μικρού ονόματος της φίλης του τότε, της γνωστής ποιήτριας Ζόγια Μπουγιουκλάβσκαγια). Αν και, παρότι ο Σεφέρης (τα «Ποιήματά» του, και κυρίως η «Κίχλη») παρέμειναν για πάντα στο όχι πολύ βαθύ background, και ήταν πάντα κριτήριο των καινούργιων με τα χρόνια γνωριμιών, ο Βοζνεσένσκι υποχώρησε πολύ περισσότερο, τον θυμάμαι καλά βέβαια αλλά δεν τον ανοίγω ποτέ πιά. Τί θα κάνω μ’ αυτόν στο μέλλον δεν ξέρω.
Και σιγά σιγά στον Σεφέρη προστίθενται κι άλλοι, παντού στο προσκήνιο στην αρχή, μετά, με την έλευση του καινούργιου, υποχωρούν λίγο σε ένα αβαθές background και μετά, όλοι μαζί πάλι, ξανά προς την δόξα τραβούν. Δεν ισχυρίζομαι ότι θυμάμαι απαραίτητα την σειρά που ήρθαν όλοι αυτοί, αλλά ήταν πολλά ονόματα που τα παραθέτω όπως τα θυμάμαι, χωρίς να επιμένω ότι δεν μπερδεύω την σειρά εμφάνισής τους ή εμπλοκής μου μ’ αυτούς. Εξάλλου τα δύο, εμφάνιση και εμπλοκή, δεν ταυτίζονται απαραίτητα

Θυμάμαι λοιπόν την «Έρημη Χώρα» του Τ.Σ. Έλιοτ, τις «Εκλάμψεις» του Ρεμπό, τα 154 ποιήματα του Καβάφη, το «Αυτός εγώ» της Παυλίνας Παμπούδη, τα «Τετράδια» Α,Β,Γ και Δ του Κάλας, τις Γραφές Γ και Β της Αραβαντινού, τα «Επίμαχα» και το «Κορμί Κείμενο» του Παγουλάτου, όλον τον Σολωμό και τις «Ωδές» του Κάλβου, το «Un coup de dès jamais n’ abolira le hazard» του Μαλαρμέ, το «E» του Ρουμπό, τα «Livres des Questions» του Ζαμπές και πολύν Ζ.Π. Φάιγ, αργότερα το «Word Order» του Τζ.Χ. Πριν. Παράλληλα το «My Life» της Λιν Χετζίνιαν, μετά τα «Mony Shot» και «Next Life» της Ρέι Άρμαντράουτ. Πιο πρόσφατα, τον Μισέλ Οκάρ και τον Κλόντ Ρουαγιέ-Ζουρνού. Και με άλλους συνοδοιπόρησα, αλλά ας μην το παρακάνω. Οι πιο βασικοί ήταν αυτοί.

Εξαίρετε κύριε Νίκο Αργυρόπουλε σας ευχαριστώ για την ανταπόκρισή σας. Με τιμάτε!

240822 του αγίου Διονυσίου, βοήθειά μας