Η δύναμη που καταστά στις έννοιες την παρασημαντική του διαφορετικού, του μη λογικού της πέραν κάθε μεταφοράς αληθινής ζωής όπου η διάνοια και η αναλογία μιας γυμνής λέξεως να φανερώνει στον Άνθρωπο την ουσιώδη ιδέα, τον έρωτά της και την προηγουμένως οποιαδήποτε διάρκειά της στον αιώνα των συγκινήσεων. Είναι αλήθεια η μόνη παραλλαγή του ενός. Η σκέψη που δονεί και μας σπάζει στα κύματα ασφόδελους, η ίδια η ανεξερεύνητη περιοχή του εσωτερικού μας κόσμου, εκεί που το αποτύπωμά μας επιστρέφει στα πρόσωπα των αιχμών τη μόνη γνωστή – άγνωστη έκφραση: την Ποιητική Τέχνη.

Σ’ ένα σύνολο διακρίσεων όπου άλλα εντείνονται και άλλα συγκλίνουν ακριβώς εκεί όπου η καθημερινότητά μας οδηγεί τα ακατανόητα βρίσκεσαι να κατοικείς στη λάμψη των πραγμάτων. Οι συσχετίσεις που γίνονται ειλικρινά είναι οι μόνες που μας γεφυρώνουν τον πιο παράξενο συριγμό που νιώθεις μέσα στα ακροδάχτυλα του φεγγαριού κοντά σ’ αυτό που δικαιώνεις και το πιο παράξενο ίσως υλικό του Κόσμου σου με κείνο που δεν μπορείς να κρατήσεις πια μυστικό και κλειστό φύλλωμα του νυχτερινού βυθού και το περπατάς στον προορισμό του, στο δικαίωμά του να μην προσποιείται αλλά να νιώθει, ένας λόγος του ατελεύτητου, όπου μισανοίγει το ρούχο της γνώσης: η Ποίηση.

Η οδός των θαυμάτων γίνεται: η ελευθερία μας να κατανοούμε την πηγή των ονείρων της σταδιακά όπως γίνεται και η αλλιώς άλλη Λογική να αξιοποιεί τα ακαριαία συμβάντα  με από παντού ορμές για την πιο σημαντική σκέψη του Ανθρώπου.

Εκεί η ποίηση όπου τα νοήματα σε μιαν καθαρότητα κολυμπούν και ασπάζονται την κόψη τους. Έρχονται στιγμές όπου ο μόνος λύχνος που πραγματώνει Φως στην αδιαλλαξία και αποκαλύπτει την αρχή της ηδονής για να υπάρξει το πέρασμά μας στο αόρατο μα μαγνητικό πεδίο μιας αίσθησης ενός λυγμού, μιας εν τέλει κινητοποίησης των κυττάρων αρκεί μόνον θαρρώ η στιγμή εκεί δα που το βλέμμα ταυτίζεται με την ακρίβεια. Η Ποίηση σε αποκαλύπτει στην τυχαία δράση των τρόπων που δεν ομολογείς, αλλά σε ομολογούν στα ταξίδια του επιστητού καθώς ακολουθούν οι σκέψεις μιας –μεταξύ αναλογιών μάλλον της πιο προσωπικής σου συγκέρασης στοιχείων- εποχής στο σύνολο των συνθέσεων σου.

Υπαρκτή η αιτία. Ο κραδασμός να συνειδητοποιείς την ακεραιότητά σου σ’ αυτά που επιθυμείς και με λαχτάρα αποζητάς, αντανακλά μιαν διάρκεια. Το ξεχείλισμα των ερεθισμάτων γράφεται, αποτυπώνεται και σε κυριαρχεί για μέρες. Το πάθος σου να γίνει αρμονία, η έκφραση πιο βαθιά, το χθες σήμερα και οι χειρονομίες το ίδιο αδέξιες όπως κάθε φορά.

Η γλώσσα και η συναλλαγή εντυπώσεων δίδουν σημασίες θεϊκές, θρησκευτικές θα ‘λεγα στο σημαίνον που κοινωνείς με τη φαντασία, τον έρωτα που αναπτύσσεις μέσα σου με τη βεβαιότητα των σκιρτημάτων και την τάξη των χορδών της Αρετής. Είναι αυτό που καθιστά η Τέχνη άφθαρτο μιαν ικανότητα που την αντιλαμβάνεσαι για όλα ετούτα που αποτελούν την αλήθεια σου ωσάν μιαν διακαώς δονούμενη διεργασία. Η καθ’ εαυτή σημειακή μουσική, ο ρυθμός και οι εικόνες που πλάθονται εκμυστηρεύονται τη φυσική απόλαυση. Μιαν υπεροχή της Ποίησης έναντι των αντιλήψεων που προκαλούν αδυναμία προσέγγισης του αρχέγονου. Το γλυπτόν ομοίωμα στην πλήρη του οπτική μας ανακαλύπτει να το κατανοούμε σαν παρόν, σαν κυρίαρχο κρυπτό. Μόνον εάν τα γεγονότα σημαίνονται χάριν μιας πνευματικότητας τότε με το παραπάνω έπονται του Σύμπαντος οι ταπεινές διαθέσεις έλξεως.

Ο ποιητής διακρίνει αυτά που δεν υφίστανται σ’ ένα κοινό τύπο έκφρασης, σ’ ένα δωμάτιο με μόνη προϋπόθεση την πηγαία ανακάλυψη μετατρέπει τα υλικά του σε: διαθλάσεις ονείρων, κρυπτά του σύμπαντος τοπία, συλλήψεις λεπτομερειών, μιαν σιωπή ανάγλυφη εκεί που περιορίζεται το οικείο, μήπως και ορισθεί αλλιώς η πραγματικώς πραγματική των πραγμάτων αλήθεια. Να ειπωθεί ας πούμε ανάλογη ενός ατελεύτητου στην υψηλότερη σύνθλιψή του.

Τα πλαίσια που μας είναι απαραίτητα για τη λύση του κάθε ποιήματος με ό,τι μας αντανακλά η δυναμική των λέξεων χώρια των φθόγγων που αγνοείς στην πιο συγκεκριμένη έκφραση του καθενός ξέχωρα δεν πρέπει να ‘ναι άλλα από τα ίδια χρώματα που κοσμούν την ελαχίστη αρμονία στην πιο καταλυτική οδό. Η ευωδία μιας ερωτικής ορχήσεως. Που ο αναγνώστης συλλαμβάνει ολοένα και πιο την παραμικρότερη φιλία ανάμεσα στο αυστηρόν και δονούμενον μιας μόνης λέξεως. Το εν που αντιπροσωπεύει ίσως υπέρλογα μιαν πυκνότερη σύνθεση από το δυοίν. Η μεταφορά που προσδίδει ένα ποιητικό κείμενο, χωρίς να ‘ναι δεδομένη, σε μιαν πραγματικότητα δυσνόητη και πολλές φορές ακατάληπτη –δεν ικανοποιεί. Και όμως, εκεί που η ένταση αφαιρεί με δεξιότητα το περιττόν, εκεί και η μορφή: ύστατου, διακριτού, αναπόφευκτου.

Οι ανάσες που κόβονται, ο ρυθμός και η στίξη μέσα σε μιαν εγρήγορση δύνανται να αναπτύξουν μιαν διάθεση, ένα αισθητό ορμητήριο, τη συλλαβή που ματώνει και σε δονεί. Σε αντίθεση με ό,τι μερικό μας αυτοαναλύεται χωρίς να ‘ναι ποίημα.

Στα χείλη το ενίοτε συγκεκριμένο να αναφέρεται διαρκώς με μιαν μέθη στον προορισμό του που ωστόσο και εάν σημαίνει και μιαν αποκάλυψη. Οφειλή η ποίηση στον εαυτό μας. Η συνέχεια που προφέρει μιαν πλήρη ευχαρίστηση ισορροπώντας σ’ ένα σώμα, γυμνές γενεές. Το νόημα εκείνο που σε μαγεύει χωρίς να το ξέρει, οξυκόρυφα. Μιαν ένωση ακατανόητα πρώϊμη.

Η σταγόνα που εκλέγει ο όμβρος να φθάσει στο λαιμό μας όπως σε μιαν ημεράδα που προκαλεί χωρίς οδύνη ο στίχος της Κτίσεως βράδυ σε δρομίσκους στο σχεδόν ανάμεσό τους με τη σκουριά και τη μοναξιά της υπόμνησης ο θάνατος δεν γνωρίζει: πώς και γιατί; Ο χρόνος διαβάζεται σα κόκκινο υπεράνω κάθε αιτίας, η τελειότητα μεταφράζεται σα μια ανεμώνη ξίφος, το πεντάλ της αντίστασης μάς διασκεδάζει στην ηλικία κάθε νεότητας και η Ποίηση μοιάζει να ‘ναι η πιο δυνατή οικεία σχέση του Ανθρώπου μ’ αυτό που σε άλλη περίπτωση θα ονομαζόταν θείο.

Μοιάζει ο έρωτας στοιχείο λιγότερο πραγματικό ταυτίζεται με το σώμα τη σάρκα του άλλου ενώ το πιο γοητευτικό είναι εκείνο που τον κινεί: η κρυφή μυσταγωγία μιας μουσικής σ’ ένα δοχείο όπου μετεωρίζονται νομίσματα ή διαμαντάκια θλίψεως με άγνωστο ίσως μέρος του ερωτευμένου. Εκεί και ο Άνθρωπος, ένα ιδιωτικό στοιχείο του Σύμπαντος να θέλει να περιβάλλει μιαν απουσία μ’ ένα πλήθος λέξεων. Έως πότε; Το ερώτημα.

Δεν υπάρχουν όρια ό,τι συμβαίνει καλώς τυχαίνει. Μ’ έναν άλλο τρόπον πιο καθοριστικό η Ποίηση μάς οδηγεί στο Ανέλπιστο, εξακοντίζει τις αισθήσεις σε μιαν μυστική σημασία των πραγμάτων. Φαίνεται το βάθος των ερμηνειών που προσπαθεί η κάθε εποχή, έτσι. Με μια έντονη ερωτική σκέψη.

Ένας συνδυασμός του πιο προσωπικού φωτός και των πρώτων διαπεράσεων σ’ ένα σχηματισμό αόριστων δυνάμεων που σε απηχούν στο πέπλο της Φύσεως. Σπινθηρισμοί στο σώμα για μιαν απόλαυση πέραν του κατά τι. Λυτή η κόμη σα να κρύβει το πρόσωπο και η καμπύλη του βλέμματος ενσωματώνει μιαν σκέψη. Την ερμηνεία ενός δικού σου γκρεμού. Έτσι που να υπάρχει στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο η αίσθηση μιας αιτίας  ισχυρού σοκ, τη στιγμή που μυρίζεις ένα Κενό, μιαν έντονη αρχιτεκτονική ατέλειας και τελείως τυφλής συναισθημάτων.

Αν θέλεις να αυτοκτονήσεις να  μια καλή ιδέα αυτοχειρίας, κρεμάσου από τις λέξεις. Αν κάποια στιγμή επαληθευότανε το όραμα μιας ποίησης αυτή φαινομενολογικά ανταποκρίνεται στο συναίσθημα και όχι στην αφή των πραγμάτων. Ένα σώμα ομιλεί! Και η ομιλία καταγράφεται επισταμένως στα κείμενα, η ποίηση που ομολογεί δεν είναι άλλη από τη σημασία της ύπαρξης ενός βαθυκύανου αχ… στα πρόθυρα βαριεστημάρας και ας είναι έτσι.

Το θέμα μας είναι η αναπαράσταση ή πώς ερμηνεύεται η ποίηση στο λεγόμενο υπαρκτό κόσμο Σύμπαν μια και ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη. Ας είναι ο μοναδικός που έχει ανάγκη την αναπηρία του και το δεμένο όνειρο στα μάτια ίσια καθώς μαθαίνεις ένα παιδί ανάγνωση, ο ποιητής του «χάους». Αν για παράδειγμα λέγαμε πώς εκπληρώνεται ένα όνειρο δεμένο στο μουράγιο με λίγο ασβέστη σκοτεινιάζει και πάντα πάντοτε αργά κινείται το χέρι προδομένο μπροστά στο τηλέφωνο.

Η αγάπη είναι έρωτας και έρωτας είναι το φθινόπωρο αγκαλιά στα μόλις ακατοίκητα δάχτυλα μιας γυναίκας ή ενός άντρα, με το βλέμμα ίσια στα κύματα. Θέλω να πω πως κάποτε φτάνεις στο σημαίνον από πολύ μακριά αλλά τι ευτυχία όταν δίπλα στα σεντόνια σου ξυπνά η δεύτερη σου ζωή. Και αντιλαμβάνεσαι τότε τι ακριβό είναι η ανάσα ενός ερωτευμένου ποιητή, στα καλοκαίρια της ζωής του.

Όταν διαβάζω τα ποιήματα νιώθω σα να νίβω το πρόσωπό μου με καθαρό ουρανό νερό, σαν να επισκέπτομαι ένα ασθενές σώμα και ναι! για να ανανήψεις πρέπει να αρρωστήσεις πρώτα.

H αρρώστια του έρωτα είναι μια εκκλησούλα μέσα σε μια τρικυμία, είναι η τρικυμία του ραντεβού των επτά προ μεσημβρίας στο σχισμένο καραβόπανο, είναι αυτό που σου λέει η διαίσθησή σου ή αλλιώς το ένστικτό σου κάτω από τη θάλασσα. Αλήθεια ποτέ δεν ένιωσα τόσο δυνατό πόνο στα σωθικά στα σπλάχνα και δη στο αορτικό τόξο παρά μόνον όταν ερωτεύτηκα αυτό το χαμόγελο με τα γαλαζοπράσινα μάτια. Και χάλασα εικοσιτετράωρα από την ζωή μου προσπαθώντας αν γίνεται να το παγιδέψω σε μιαν εικόνα σε ένα ποίημα σε μια λέξη στο φωνήεν του έρωτα. Ας είναι.

Πόσο πολύ κινδύνεψα και αν ήτανε αλήθεια; Το ναρκοπέδιο του σκοταδιού αναλογεί σε μιαν ύπαρξη που αν θέλουμε να την ονομάσουμε το όνομά της δεν θα ήταν άλλο από φιλότης. Ναι φιλότης και βόρειο σέλας! Σαλεύοντας τα ίχνη του κορμιού μέσα στο ακροθαλάσσι και στα κύτταρα του μεσονυχτίου αντικρίζουμε πτυχές που μιλούνε μιαν άλλη γλώσσα την γλώσσα των καϋμών… Τα ακρόκλωνα του τόξου οι ανάσες που ερμηνεύουν την ατμόσφαιρα είναι από την άλλη το μόνο θεματικό μέρος που μας αναλογεί. Και από πάνω ψηλά οι φοίνικες φαντάζουν αλλέως. Οι τραυματοτρόποι είναι μια μουσική στο απλώς επιτρεπτό. Και να φανταστείς δεν κάνουν τίποτε άλλο από ό,τι τους λέει η καρδιά τους. Θέλω να πω πως σαλεύοντας το ναρκοπέδιο ανακαλύπτουμε τα πάθη μας και τον έρωτά μας που εκρήγνυνται στα βάθη των οριζόντων… Και ας είναι!

Ο κινηματογράφος είναι η ζωή μου και αν υπήρχε ακόμη ένα νησάκι που να ‘χει πατήσει ο άγιος Συμεών με τον έξω κόσμο δεν θα είχα καμιά γαλάζια σκέψη. Κι όμως το παν είναι η μεγάλη Σοφία από τη στιγμή που εγκοσμιώνεσαι το λάκκο των λουλουδιών, και ας είναι όνειρο. Το βλέπεις και ξυπνάς από την έγνοια των επτά εικοσιτετραώρων της δουλειάς σου. Ο χρόνος κάνει κύκλους και χάνει συμπλέγματα από καρώ πετρώματα. Στο λαιμό σου κρέμεται η νοσταλγία ξάγναντο και ο έρωτας εφ’ όπλου λόγχη. Θέλω να πω πως όλη η μαγεία του αλεξικέραυνου έρωτα έγκειται ακριβώς στα μεσημέρια του και δη στα πιο κρυφά φώσφορα αναλώσιμα. Τότε που μ’ αγκάλιασες τα πουλάκια ανάμεσα στο λιθόστρωτο έτρωγαν την μνήμη μου και πέθαιναν αυτόματα… Λειτούργησε η συγκίνηση άλλωστε, γι’ αυτό γίνεται κανείς ποιητής.

Αλλά και πάλι τα φυσικά φαινόμενα με τη ζωγραφική του ολοένα λένε είναι το πιο βαθυσήμαντο «η θλίψη που σε γλυκαίνει». Και δεν είναι μόνο αυτό είναι και ο έρωτας που δεν αφήνεται ποτέ και πουθενά αν είναι να γεννηθεί σε οδηγεί τρυφερά στα σεντόνια και τα υποδόρια αισθήματα. Πώς να κυκλοφορήσεις στο τοπίο αν είναι να πνίγεσαι κάθε τόσο στο πιο αρχαϊκό κτίσμα ακόμη και αν σε φυλάγει από έναν πόλεμο. Θέλω να πω πως αν είναι να μονομαχήσεις σε όλα στις δυνάμεις του πελάγους στα κορμιά που σου δίνονται γράφεις και γράφεις για την πτυχή σου που δεν φαίνεται. Μακάρι να σε καταλάβουν αυτοί που αγριεύουν ακόμη και εάν είναι εδώ το πρόβλημα… Αλλά συνήθως δεν είναι εδώ το πρόβλημα παρά μονάχα στα λόγια του ποιητή «δεν έχω συγγενείς, απ’ όλη μου τη ζωή προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα…».

Mυρίσαι το άριστον… Τα ανήλικα χάδια φτάνουν στη θέση της  ποίησης και τα λόγια που αν μη τι άλλο θέλγουν χαμένα βρίσκονται στο βλέμμα και μ’ ακολουθείς αν είναι δυνατόν στο φυλάκιο του έρωτα. Μου ομιλούν όλα ωστόσο ακόμη και το πειθήνιο ορθογώνιο οριζόντιο και κάθετο του σώματος που πλέκει μια ιστορία μια μνήμη ένα παρελθόν καθυστερώντας τη γοητεία!

Άλλο η αγάπη και άλλο ο έρωτας, ο έρωτας διαρκεί σαν ηλιοστάσιο καταμεσής στο Νείλο ακουμπώντας φιλάρεσκα το γυναικείο σώμα πάνω στη σεληνακτή του και η αγάπη περιβάλλει πάντα το σημαίνον χωρίς να είναι εφικτή η πτώση από τα καταγάλανα νερά του Νιαγάρα. Αρκεί να ειπωθεί και να ειπωθεί ευθέως στο μπλε της ανάσας όσο βραδυφλεγής και αν είναι.

Καίγομαι για μιαν αλήθεια, την αλήθεια που αιωρείται πάνω από το βαθυκόκκινο εξώφυλλο ενός βιβλίου σου για ένα καλοκαίρι. Το ποτάμι ρέει και ακούγονται κραυγές, είναι η ώρα που πρέπει να σε δω στ’ όνειρό μου πρέπει να καταλάβω τον Μεσαγρό και την ακτίνα του ακριβούς. Ένα συναίσθημα με κατακλύζει και δεν μπορώ να κοιμηθώ, οι ώρες παλεύουν με τα καραβοτσακισμένα σεντόνια, επιτέλους ήρθε η Άνοιξη, θ’ ανθίσουν πάλι οι λέξεις…

Η αγωνία μου είναι η ποίηση και η μαγεία που αναπνέει ο στίχος στα σωθικά, τα σπλάχνα εκρήγνυνται και μαθαίνω να βλέπω το όραμά μου μια βραχώδη σκιά που βαθουλώνει για να δεχτεί ένα κύμα τη θάλασσα που τρώει το σώμα με την αρμύρα του και ο πλαταγισμός του φεγγαριού στα όνειρα. Πλέον δεν υπάρχει θάνατος!

Η ποίηση και ο έρωτας για να δειπνήσουν χρειάζονται το σώμα το ανθρώπινο, θέλουν τον ποιητή για να μεθύσουν και έτσι η διάφανη καθρεπτισμένη λέξη πάνω στο στίχο είναι η αλήθεια που διακυβεύεται στην πολιτεία χωρίς νου και νόηση ψήγματα σκοτεινά σαν μια ηλιαχτίδα έστω και κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό.

Και αν σου ζητήσω ηδυπαθώς το φανερόν χείλος του Σύμπαντος, θα με φιλήσεις;

Πρέπει να πω πως το μέγεθος της συφοράς φαίνεται να ανταμείβεται ολότελα από καθωσπρέπει συναντήσεις τού αν θέλω κάτι το θέλω τώρα και ούτω καθεξής. Η λαθροχειρία του έρωτα δε σε κάνει ποτέ πλούσιο. Τυγχάνει η αθωότητα της ποίησης και σαγηνεύει και έτσι γράφεις πώς αλλιώς; Το να γίνεσαι ποιητής ή όχι είναι κατάσταση που την επαληθεύεις στα πιο μύχια όνειρά σου, ξυπνάς και ξέρεις ότι για να ερωτευθείς πρέπει να γράψεις ποιήματα και τανάπαλιν. Το πιο ανεκτίμητο που έλαβα ποτέ ήταν ένα πρώτο γράμμα του φιλόσοφου Κώστα Αξελού από το Παρίσι απάντηση σε κάποια ποιήματά μου δαχτυλόγραφα στην γραφομηχανή μου OLYMPIA Traveller de Luxe που του είχα στείλει με το ελληνικό ταχυδρομείο γράφοντας μου σε μιαν καρτ ποστάλ ότι «μου μίλησαν». Μια χιονοστοιβάδα από έλξεις ψυχών και σωμάτων. Μοιραίο και το στιγμιότυπο των άδειων ποτηριών κρασιών, με κλοιό γύρω από το τραπεζάκι των επιθυμιών μας. Και μετά ήρθε η συγκίνηση και το Φως.

Ακραία κατανοούμε πλήρως το σώμα της φαντασίας και της επιλογής αν είναι γνωστό από τα πριν αλλά και πάλι. Πρέπει να ξοδευόμαστε στην ράχη του φοίνικα και της ερωτικής πανδαισίας όταν το κορίτσι ερωτεύεται  έναν άντρα και το αντίθετο, χωρίς να ενοχοποιείται και το τελείως αδιάφορα διαφορετικό. Πρέπει ο έρωτας να πνίγει και να ανασταίνει τα σώματα από μια φλόγα όπως αυτή των ρωμαϊκών κίτρινων κεριών στο βάθος. Το δωμάτιο φέγγει και πλανάται η σιωπή και θέλω να σ’ αγγίξω να σε μυρίσω και η ποίηση αργεί αλλά έρχεται με το βλέμμα ενός κοριτσιού στο πάτωμα γιατί εκεί βρίσκεται η καρδιά εις τον πάτον της ομίχλης, από εκεί σας ομιλώ! Φαίνεται ότι τα δάχτυλα ομοιάζουν με σερενάτες ενός ορχηστρικού συνόλου στη μέση της σκηνής παίζοντας πιάνο ή κατά προτίμηση βιολί στα ίχνη μιας ινώδους καρδιάς για μια δεκαετία περίπου του ’90 και ας είναι.

Την αλήθεια την βρίσκει κανείς μέσα του και είναι σημαντικό τα ερωτήματα γραφής να λύνονται ενδοσκοπικά όπως και ο έρωτας ωστόσο αναλύεται…

Αν και δεν είναι μάταιο!

Η ανορθογραφία του έρωτα…

 

Ασημίνα Χασάνδρα